υπόβρυχα

υπόβρυχα
Α επίρρ.
βλ. ὑπόβρυχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπόβρυχα — under water indeclform (adverb) ὑπόβρυχος indeclform (adverb) ὑπόβρυχος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • υπόβρυχος — ον, ΜΑ υποβρύχιος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”